- χολερόβλητος
- ος, ο[ν] больной холерой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χολερόβλητος — η, ο, Ν ιατρ. αυτός που έχει προσβληθεί από χολέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολέρα + βλητος (< βάλλω), πρβλ. πανικό βλητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χολερόβλητος — η, ο αυτός που προσβλήθηκε από χολέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)